ψευδωνύμως
From LSJ
French (Bailly abrégé)
adv.
faussement.
Étymologie: ψευδώνυμος.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. βλ. ψευδώνυμος.
Russian (Dvoretsky)
ψευδωνύμως: (νῠ) ложным именем: ψ. σε Προμηθέα καλοῦσιν Aesch. напрасно именуют тебя Прометеем.
English (Woodhouse)
(see also: ψευδώνυμος) by a false name