διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
Ν1. κοσκινίζω με ψιλό κόσκινο («ψιλοκοσκινίζω το αλεύρι)2. μτφ. λεπτολογώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο- + κοσκινίζω.