ψιλοκοσκινίζω

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Greek Monolingual

Ν
1. κοσκινίζω με ψιλό κόσκινοψιλοκοσκινίζω το αλεύρι)
2. μτφ. λεπτολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο- + κοσκινίζω.