ψιλολογώ

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source

Greek Monolingual

-άω, Ν
λεπτολογώ («μην το ψιλολογάς τόσο το θέμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο- + -λογώ].