ψυχοδιεγερτικός

From LSJ

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που διεγείρει τις ψυχικές λειτουργίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + διεγερτικός (< διεγείρω)].