πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
-ή, -ό, Ναυτός που διεγείρει τις ψυχικές λειτουργίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + διεγερτικός (< διεγείρω)].