ψυχοδυναμικός
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψυχοδυναμισμό
2. (στην ψυχανάλυση) (για δυνάμεις και διεργασίες) α) αυτός που αναπτύχθηκε κατά την παιδική ηλικία και επενεργεί στον ψυχισμό του ατόμου
β) αυτός που επενεργεί στην ύπαρξη ενός ατόμου και που οφείλεται σε ψυχικά αίτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + δυναμικός. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. psychodynamique].