ψωράλογο
From LSJ
κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
Greek Monolingual
το, Ν
1. ψωραλέο άλογο
2. (για πρόσ.) μτφ. κοκαλιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + άλογο].
κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
το, Ν
1. ψωραλέο άλογο
2. (για πρόσ.) μτφ. κοκαλιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + άλογο].