ωκυκέλευθος

From LSJ

καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που συμπληρώνει το ταξίδι της ζωής γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + κέλευθος «δρόμος, οδός» (πρβλ. ὀξυκέλευθος)].