ωοτοκώ

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek Monolingual

ᾠοτοκῶ, -έω, ΝΜΑ ωοτόκος
(αμτβ.) (για ζώο) α) γεννώ αβγά
β) είμαι ωοτόκος, αναπαράγομαι με ωοτοκία
αρχ.
1. (για φυτό) παράγω σπόρο
2. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ᾠοτοκοῦντα
τα ωοτόκα
3. παθ. ᾠοτοκοῦμαι, -έομαι
γεννιέμαι όπως το αβγό («τῶν ζῴων τὰ μὲν ζωοτοκεῖται, ὡς ἄνθρωπος, τὰ δ' ᾠοτοκεῖται, ὡς ὄρνιθες», Σέξτ. Εμπ.).