ωριόκαρπος

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει ώριμο καρπό ή καρπό που αναπτύχθηκε την κατάλληλη εποχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥριος + καρπός].