δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
-ον, Α(ποιητ. τ.) αυτός που έχει ώριμο καρπό ή καρπό που αναπτύχθηκε την κατάλληλη εποχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥριος + καρπός].