ωχροπρόσωπος

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει ωχρό πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωχρός + -πρόσωπος (< πρόσωπο). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα].