πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
-η, -ο, Ναυτός που έχει ωχρό πρόσωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ωχρός + -πρόσωπος (< πρόσωπο). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα].