взволнованный
From LSJ
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
πολυπτόητος, πολυπτοίητος, περιπαθής, πολυκύμων, κυματίας, κυματίης, ἀκρόχολος, ἀκράχολος, θολερός, ἐμπαθής, κοῖλος, μετέωρος, ὀρθός