замена
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Russian > Greek
ἀντάλλαγμα, ὑπαλλαγή, ἀντικαταλλαγή, καινοτομία, ἀλλαγή, ἀλλαγά, μετάθεσις, ὑπάλλαγμα, μεθάρμοσις, παραλλαγή, μετάληψις