замкнутый
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
Russian > Greek
κατοικίδιος, περιηγής, ἀνέξοδος, ἀπραγμάτευτος, ἀνέντευκτος, δυσέντευκτος, δυσεπίμικτος, ἀνομίλητος, ἀνεπίμικτος, αὐτοτελής, μυχότροπος