изворотливый
From LSJ
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
Russian > Greek
εὑρεσίλογος, εὑρησιεπής, εὔτροπος, στρεβλός, εὔστροφος, ἐΰστροφος, εὐτράπελος, πολύτροπος, ποικίλος, ἀγκυλομήτης