Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
ἄθλησις, πειρασμός, δοκιμή, ἀνάπειρα, διάπειρα, πεῖρα, πείρη, καρτέρημα, πειρατήριον, βάσανος, δοκιμασία, ἐξέτασις, ἔλεγχος, συμπότης