каменистый
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Russian > Greek
καταστύφελος, πολύλλιθος, λίθαξ, λιθώδης, παιπαλόεις, κλωμακόεις, κραταίλεως, πετρώδης, κραναήπεδος, πετραῖος, πετρήεις, πετράεις, κραναός, τραχύς, τρηχύς