κραναήπεδος
From LSJ
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
English (LSJ)
κραναήπεδον, with hard rocky soil, h.Ap.72.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au sol dur ou rocailleux.
Étymologie: κραναός, πέδον.
German (Pape)
mit hartem, felsigem Boden, H.h. Apoll. 72.
Russian (Dvoretsky)
κραναήπεδος: с каменистой почвой, каменистый (Δῆλος HH).
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰνᾰήπεδος: -ον, ἔχων ἔδαφος τραχὺ καὶ πετρῶδες, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 72.
Greek Monolingual
κραναήπεδος, -ον (Α)
αυτός που έχει έδαφος τραχύ και πετρώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανα-ός «πετρώδης» + συνδετικό φωνήεν -η- (πρβλ. στεφανηφόρος) + -πεδος (< -πέδον), πρβλ. ακρήπεδος, επίπεδος].
Greek Monotonic
κρᾰνᾰήπεδος: -ον (πέδον), αυτός που έχει σκληρό, βραχώδες έδαφος, σε Ομηρ. Ύμν.