повседневный
From LSJ
Russian > Greek
ὁμοδίαιτος, ἐφήμερος, ἡμερινός, καθημέριος, καθαμέριος, καθημερινός, παρήμερος, παράμερος, ἐγκύκλιος, ἐπιούσιος
ὁμοδίαιτος, ἐφήμερος, ἡμερινός, καθημέριος, καθαμέριος, καθημερινός, παρήμερος, παράμερος, ἐγκύκλιος, ἐπιούσιος