παρήμερος
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
Dor. παράμερος, ον,
A coming day by day, daily, ἐσλόν Pi.O.1.99.
II every other day, Poll.1.65 cod. B.
German (Pape)
[Seite 521] 1) einen Tag um den andern, Poll. 1, 65. – 2) an jedem Tage stattfindend, Pind. Ol. 1, 99 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est de chaque jour, quotidien.
Étymologie: παρά, ἡμέρα.
Russian (Dvoretsky)
παρήμερος: дор. παράμερος 2 (ᾱμ) каждодневный, повседневный (ἐσλόν Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
παρήμερος: Δωρ. παρᾱμ-, ον, ὁ ἐρχόμενος ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν, καθημερινός, ἐσλὸν Πινδ. Ο. 1. 160. ΙΙ. ὁ κατὰ πᾶσαν δευτέραν ἡμέραν γιγνόμενος, ὡς τὸ ἑτερήμερος, Πολυδ. Α΄, 65. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ϛ΄, σ. 373, Γ. Ν. Χατζιδάκι Αἱ δύο μέθοδοι ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 373.
Greek Monolingual
-η, -ο / παρήμερος και δωρ. τ. παράμερος, -ον, ΝΑ
αυτός που συμβαίνει κάθε δεύτερη μέρα
αρχ.
αυτός που έρχεται κάθε μέρα, ο καθημερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. εφήμερος].
Greek Monotonic
παρήμερος: Δωρ. -άμερος, -ον, αυτός που εναλλάσσεται μέρα με τη μέρα, καθημερινός, σε Πίνδ.
Middle Liddell
παρ-ήμερος, δοριξ -άμερος, ον,
day by day, daily, Pind.