повседневный
From LSJ
Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid
Russian > Greek
ὁμοδίαιτος, ἐφήμερος, ἡμερινός, καθημέριος, καθαμέριος, καθημερινός, παρήμερος, παράμερος, ἐγκύκλιος, ἐπιούσιος