постоянство
From LSJ
τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions
Russian > Greek
ἀμετάστατον, διομαλισμός, ἐνδελέχεια, ἐνδελεχές, τὸ ἐνδελεχές, εὐπάρεδρον, προσκαρτέρησις, εὐστάθεια, διαμονή, συνέχεια, ἐπιμονή, κατάστασις
τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions
ἀμετάστατον, διομαλισμός, ἐνδελέχεια, ἐνδελεχές, τὸ ἐνδελεχές, εὐπάρεδρον, προσκαρτέρησις, εὐστάθεια, διαμονή, συνέχεια, ἐπιμονή, κατάστασις