пушистый
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Russian > Greek
δασύς, δασεῖα, δασύ, δαυλός, δασύμαλλος, λαχνήεις, βαθύρρηνος, βαθύρραινος
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
δασύς, δασεῖα, δασύ, δαυλός, δασύμαλλος, λαχνήεις, βαθύρρηνος, βαθύρραινος