терпеть неудачу
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Russian > Greek
διαπίπτω, ἐκπίπτω, ἐξαμαρτάνω, δυστυχέω, διαμαρτάνω, προσκρούω, ἀφαμαρτάνω, ἀποπίπτω, ἀπολαγχάνω, ἀτυχέω