трехглавый
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Russian > Greek
τρικάρανος, τρικάρηνος, τρισσοκέφαλος, τρισσοκάρηνος, τρίκρανος, τρικέφαλος
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
τρικάρανος, τρικάρηνος, τρισσοκέφαλος, τρισσοκάρηνος, τρίκρανος, τρικέφαλος