удар
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
ἅμιλλα, βολή, ἐμβολή, πλῆκτρον, πλᾶκτρον, οἶστρος, κροῦσις, εἰσέλασις, κτύπημα, ἔκκρουσις, τύπος, ῥάπισμα, κοπή, κόπος, κροῦμα, πρόσκρουσις, πλῆγμα, ἐπίπταισμα, πλῆξις, πλᾶξις, τυπή, τομή, παλάμη