черный
From LSJ
Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)
Russian > Greek
μελάμπεπλος, πορφύρεος, πορφυροῦς, κυάνεος, δνοφερός, σκοτεινός, ἐρεμνός, κελαινόρις, κελαινοχρώς, μελάγχροος, μελάγχρους, μέλας, κελαινός, μελάγχιμος