энергичный
From LSJ
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
Russian > Greek
πρακτικός, ἄοκνος, δραστήριος, ἐργάτης, ἐργαστικός, ῥέκτης, ἐρρωμένος, ἐπιστρεφής, σφοδρός, πραγματικός
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
πρακτικός, ἄοκνος, δραστήριος, ἐργάτης, ἐργαστικός, ῥέκτης, ἐρρωμένος, ἐπιστρεφής, σφοδρός, πραγματικός