ἀγελοκόμος

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀγελοκόμος: ὁ, ὁ τῆς ἀγέλης ἐπιμελούμενος, ἀγελάρης, Παλλάδ. βί. Χρυσ. σ. 34.