Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
ἀγριηνός: -ή, -όν, = ἄγριος, Χρησμ. Σιβυλλ. 7. 79.
-ή, -όν• Grafía: ἀγρί- ed.salvaje πετεινά Orac.Sib.7.79.