ἀγριηνός

From LSJ

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400

Greek (Liddell-Scott)

ἀγριηνός: -ή, -όν, = ἄγριος, Χρησμ. Σιβυλλ. 7. 79.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Grafía: ἀγρί- ed.
salvaje πετεινά Orac.Sib.7.79.