ἀδιαμόρφωτος
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
ἀδιαμόρφωτον,
A not fully formed, Sor.1.101; σάρξ Sch.Orib.22.5.3. νέμητος, ον, not to be divided, Longin.22.3.
2 undivided, Timae. 77.
Spanish (DGE)
-ον
no conformado totalmente σάρξ Sch.Orib.Inc.12.3
•subst. τὸ ἀ. Sor.77.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιαμόρφωτος: -ον, Ὀρειβάσ. ἔκδ. Daremb. τόμ. ΙΙΙ. σ. 681. - Ἐν τῷ Θ. Σ. κεῖται ἐξ ἄλλης πηγῆς τὸ ἀδιαμόρφητος, ὅπερ εἶναι κακὴ γραφή.