ἀεροφόρητος
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
English (LSJ)
ἀεροφόρητον, upborne by air, Eub.104.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾱ-]
llevado por el aire στρουθίον Eub.102.2.
German (Pape)
[Seite 43] von der Luft getragen, στρουθίον Eubul. bei Ath. XV, 679 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀεροφόρητος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ ἀέρος φερόμενος, βασταζόμενος, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 2. 2. (ὁ Meineke προτείνει ἁβρο-)