ἀκαιρεύομαι
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
behave unseasonably, Ph.2.166,280.
Spanish (DGE)
importunar Ph.2.166, 280.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαιρεύομαι: Ἀποθ., φέρομαι ἀκαίρως, ἀπρεπῶς, Φίλων 2. 166, 280.
Greek Monolingual
ἀκαιρεύομαι (Α) ἄκαιρος
η συμπεριφορά μου είναι άκαιρη.
German (Pape)
zu unrechter Zeit sprechen, Philo.