ἀκαταστάτως

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
dans l'agitation, dans le trouble.
Étymologie: ἀκατάστατος.

Russian (Dvoretsky)

ἀκαταστάτως: непостоянно, неустойчиво: ἀ. ἐχόντων τῶν ἐν τῇ πόλει Isocr. во время политических потрясений.

Spanish

turbulentamente