ἀλευρώδης

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλευρώδης Medium diacritics: ἀλευρώδης Low diacritics: αλευρώδης Capitals: ΑΛΕΥΡΩΔΗΣ
Transliteration A: aleurṓdēs Transliteration B: aleurōdēs Transliteration C: alevrodis Beta Code: a)leurw/dhs

English (LSJ)

ἀλευρῶδες, like flour, Gal.12.212; ἄρτος Lyc.(?)ap.Orib.9.26.8.

Spanish (DGE)

-ες
como harina, harinoso, ἀφρόνιτρον Gal.12.212, ἄρτος Orib.9.26.8.

German (Pape)

[Seite 93] ες, mehlartig, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλευρώδης: -ες, (εἶδος) = ὅμοιος ἀλεύρῳ, Γαλην.

Greek Monolingual

-ες (Α ἀλευρώδης) ἄλευρον ο όμοιος με αλεύρι
νεοελλ.
αυτός που περιέχει αρκετή ποσότητα αλεύρου.