ἀληθοσοφία

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀληθοσοφία: ἡ, ἀληθὴς σοφία, Νικήτ. Δαβὶδ ἐν τῇ Ἑλλ. Πατρ. Μί., τόμ. 105, σ. 580, κτλ.