ἀλληνάλλως
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
German (Pape)
[Seite 103] Diomed. bei Villois. anecd. II p. 182 διασκεδασθέντα βιβλία, hier und dort hin auf verschiedene Weise (Suid. ὡς ἔτυχεν).
Greek Monolingual
ἀλληνάλλως επίρρ. (Μ)
1. κατά τύχη, τυχαία
2. διαφοροτρόπως, με κάθε τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ἄλην + επίρρ. ἄλως].