ἀμέρεια

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμέρεια Medium diacritics: ἀμέρεια Low diacritics: αμέρεια Capitals: ΑΜΕΡΕΙΑ
Transliteration A: améreia Transliteration B: amereia Transliteration C: amereia Beta Code: a)me/reia

English (LSJ)

ἡ, being without parts, Porph.Sent.34, Procl.Inst.86,al., Dam.Pr.60; τοῦ νοῦ Hero *Deff.136.25.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀμερία Dion.Ar.DN M.3.589D, 868B
indivisibilidad, carencia de partes τοῦ νοῦ Hero Def.136.25, τοῦ ἑνός Dam.Pr.60, τοῦ αἰῶνος Simp.in Cat.357.12, cf. Porph.Sent.34, Procl.Inst.86, Dion.Ar.ll.cc., Syrian.in Metaph.120.6, Simp.in Cat.364.20.

German (Pape)

[Seite 122] ἡ, Untheilbarkeit, Dion. Areop. Von

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέρεια: ἡ, τὸ ἀδιαίρετον, Διον. Ἀρεοπ.

Greek Monolingual

ἀμέρεια, η (Α) αμερής
το να είναι κάτι αμερές, η ιδιότητα του να μη διαιρείται σε μέρη, το αδιαίρετο.