ἀμαυρίσκω

English (LSJ)

= ἀμαυρόω, Democr.177.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
oscurecer, hacer borroso οὔτε λόγος ἐσθλὸς φαύλην πρῆξιν ἀμαυρίσκει Democr.B 177.

Russian (Dvoretsky)

ἀμαυρίσκω: Democr. = ἀμαυρόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαυρίσκω: ἀμαυρόω, Δημόκρ. παρὰ Στοβ. παράρτημα 14.

Greek Monolingual

ἀμαυρίσκω (Α) ἀμαυρός
επισκοτίζω, αμαυρώνω.