ἀμορία

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμορία Medium diacritics: ἀμορία Low diacritics: αμορία Capitals: ΑΜΟΡΙΑ
Transliteration A: amoría Transliteration B: amoria Transliteration C: amoria Beta Code: a)mori/a

English (LSJ)

ἡ, v. ἀμμορία.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμορία: ἡ, ποιητ. ἀμμορία, ὃ ἴδε.

Greek Monotonic

ἀμορία: ἡ, ποιητ. ἀμμορία, βλ. αυτ.

Middle Liddell

poet. ἀμμορία