ἀνάλαβος

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάλαβος: ὁ, εἶδος μοναχικοῦ ζωστῆρος, «σταυροειδῶς τοῖς ὤμοις περιπλεκόμενος» Εὐάγρ. Μοναχ., Δουκάγγ. ἐν λέξει.