ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
ao.2 de ἀνατρέχω.
see ἀνατρέχω.
ἀνέδρᾰμον: αόρ. βʹ του ἀνατρέχω.
ἀνέδραμον: aor. к ἀνατρέχω.