ἀναλογούντως
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
Adv. pres. part., = ἀναλόγως, c. dat., CIG2766 (Aphrodisias); fittingly, BGU248.21 (i A. D.).
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. pres. de ἀναλογέω
1 proporcionalmente, en forma correspondiente c. dat. ἀξίως καὶ ἀ. τῇ πατρίδι καὶ τῷ γένει CIG 2766 (Afrodisias), τῆς ἐπιγραφῆς ἐφ' ἑκάστου γεινομένης ἀναλογούντως Opusc.Ath.10.37.21 (Cauno).
2 apropiadamente c. dat. Ἀπολλωνίῳ BGU 248.21 (I a.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλογούντως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. = ἀναλόγως, μετὰ δοτ., Σύλλ. Ἐπιγρ. 2766.