ἀναμνήσω

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

French (Bailly abrégé)

v. ἀναμιμνῄσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμνήσω: fut. к ἀναμιμνῄσκω.