ἀναπεφλασμένως
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of ἀναφλάω, q.v.
German (Pape)
[Seite 201] adv. von ἀναφλάω, Ar. Lys. 1099.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπεφλασμένως: ἐπίρρ. ἐκ τῆς μετοχῆς τοῦ παθ. πρκμ. τοῦ ἀναφλάω, ὃ ἴδε.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπεφλασμένως: в возбужденном состоянии, возбужденно Arph.