ἀναπτέσθαι
From LSJ
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 de ἀναπέτομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπτέσθαι: inf. aor. 2 к ἀναπέτομαι.