ἀναπόδεκτος
From LSJ
Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz
English (LSJ)
ἀναπόδεκτον, not to be received, Sch.E.Ph.527.
Spanish (DGE)
-ον inaceptable Sch.E.Ph.527.
German (Pape)
[Seite 203] nicht aufzunehmen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόδεκτος: -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποδεχθῇ, «πικρὰ καὶ ἀναπόδεκτα» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 527.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀναπόδεκτος, -ον)
αυτός που δεν έγινε αποδεκτός, που απορρίφθηκε.