ἀνεκδυσώπητος
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκδυσώπητος: -ον, ἀνεξίλαστος, ἀμείλικτος, Δοσιθ. ἐν Λατ. Γραμμ. ἔκδ. Keil, VII. σ. 392.
Spanish (DGE)
-ον inexorable Dosith.392.