ἀνεμόδαρτος

From LSJ

τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμόδαρτος Medium diacritics: ἀνεμόδαρτος Low diacritics: ανεμόδαρτος Capitals: ΑΝΕΜΟΔΑΡΤΟΣ
Transliteration A: anemódartos Transliteration B: anemodartos Transliteration C: anemodartos Beta Code: a)nemo/dartos

English (LSJ)

ἀνεμόδαρτον, stripped by the wind, Eust.1095.12.

Spanish (DGE)

-ον desnudado por el viento Eust.1095.12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμόδαρτος: -ον, ὑπὸ τοῦ ἀνέμου δερόμενος, φυτά... ἀνεμόδαρτα, τὰ ὁποῖα «δέρνει» ὁ ἄνεμος, «ἃ δηλαδὴ “πνοιαὶ δονέουσι παντοίων ἀνέμων”» (Ἰλ. Ρ. 55) Εὐστ. 1095. 12.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀνεμόδαρτος, -ον)
εκείνος που δέρνεται από τους ανέμους, ο εκτεθειμένος στους ανέμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + δαρτός < δέρω.