ἀνεπίπλοκος Search Google

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Spanish (DGE)

-ον
1 no combinable con ἡ γὰρ προστακτικὴ ἔγκλισις ἀνεπίπλοκος τῇ εὐκτικῇ A.D.Synt.204.4
fig. deshilvanado λέξις Eust.Ant.Engast.8.
2 adv. -ως c. ἔχω ser incapaz de combinación πρὸς ἄλληλα τὰ ἐναντία πάθη Nil.M.79.809B.